Φωτοβολταϊκά σε επιχειρήσεις με… τούρμπο απόσβεση της επένδυσης

Φωτοβολταϊκά σε επιχειρήσεις με… τούρμπο απόσβεση της επένδυσης

 
 

Γρήγορη απόσβεση και μειωμένους λογαριασμούς ρεύματος αποφέρει η επένδυση σε net metering για τις επιχειρήσεις, που τις μετατρέπει σε παραγωγούς ενέργειας. Με τη ζήτηση για σχετικές εγκαταστάσεις να έχει εκτοξευθεί τα τελευταία δύο χρόνια, με έντονο ενδιαφέρον αναμένεται ο οδηγός του προγράμματος που θα προσφέρει επιδοτήσεις για την τοποθέτηση 75.000 φωτοβολταϊκών στέγης έως 10 KV, ενώ ισχυρή ώθηση στην αγορά δίνει ήδη η έκπτωση φόρου για «πράσινες» επενδύσεις από επιχειρήσεις.
 
 

Ειδικότερα, στο πολυαναμενόμενο πρόγραμμα των 250.000 φωτοβολταϊκών έως 10 kW προβλέπεται επιδότηση 30% ή 60% σε 75.000 φωτοβολταϊκά σε στέγες επιχειρήσεων. Ο σχετικός οδηγός του προγράμματος που αναμενόταν στα τέλη του Νοεμβρίου ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι η επιδότηση έως 60% θα αφορά σε έργα που συνδυάζουν και αποθήκευση με μπαταρίες, ενώ για την εγκατάσταση μόνο φωτοβολταϊκών η επιδότηση θα φθάνει έως το 30%. Εκτός του παραπάνω προγράμματος, μέσα στο επόμενο διάστημα δρομολογείται και η παροχή 160 εκατ. για φωτοβολταϊκά αυτοπαραγωγής σε επιχειρήσεις.
 
 

Η ζήτηση για σχετικές επενδύσεις παραμένει ισχυρή παρά την καθυστέρηση του προγράμματος, ενώ κινητήριο μοχλό της αύξησης των εγκαταστάσεων αποτελεί η έκπτωση φόρου σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις για σχετικές επενδύσεις. Όπως ορίζει ΚΥΑ που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 5083/Β/28-9-2022, εκπίπτει από τη φορολογία το σύνολο της επένδυσης. Δηλαδή, το κράτος επιδοτεί τα τιμολόγια που θα κόψει η επιχείρηση σε συγκεκριμένους κωδικούς δραστηριότητας και τα οποία θα υποβάλλονται μαζί με τη φορολογική δήλωση.
 
 

Το πρόγραμμα θα τρέξει την περίοδο 2023-2025 και το όφελος για την επιχείρηση θα φαίνεται στην εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης. Για μία επένδυση της τάξεως των 10.000 ευρώ, η έκπτωση φόρου μέσω του προγράμματος θα φθάνει στα 4.400 ευρώ με βάση τον οριζόντιο συντελεστή φορολόγησης 22%. Δικαιούχοι του προγράμματος είναι φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκτός εκείνων που δραστηριοποιούνται στους τομείς της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων.
 
 

Μιλώντας στο Business Daily, ο κ. Γιάννης Γκίνης, Μηχανολόγος – Μηχανικός και συνιδιοκτήτης της εταιρείας KAOL ENERGY, που διαθέτει εμπειρία στον κλάδο από το 2010, σημειώνει πως το ενδιαφέρον για εγκαταστάσεις σχετικών έργων έχει εκτοξευθεί κατά 70% συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, καθώς το κόστος της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια αναγκάζοντας του επιχειρηματίες να βρουν εναλλακτικές λύσεις.
 
 

Όπως λέει, με τις επιχειρήσεις να πληρώνουν διπλάσιες τιμές ρεύματος που μπορεί να φθάνουν ακόμα και τα 7 – 8.000 ευρώ τον μήνα, πολλοί είναι οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που επιλέγουν να προχωρήσουν στην εγκατάσταση συστημάτων 80 – 100 kW καθώς με τις σημερινές τιμές μπορούν να κάνουν απόσβεση της επένδυσής τους μέσα σε δύο χρόνια.
 
 

Το κόστος της επένδυσης ανά κιλοβάτ μειώνεται όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση. Για παράδειγμα, ανάλογα με το μέγεθος της εγκατάστασης, το κόστος ανά κιλοβάτ μπορεί να φθάσει τα 700-800 ευρώ από 1.300 ευρώ που είναι το το μέσο κόστος ανά εγκατεστημένη κιλοβατώρα +ΦΠΑ.
 
 

Σημαντικό κίνητρο, επίσης, για όσους προχωρούν στην επένδυση είναι το γεγονός πως από τη στιγμή που συνδέονται στο δίκτυο περνάει τουλάχιστον ένας χρόνος μέχρι να ξαναπληρώσουν λογαριασμό για το ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς μέσω του net mertering γίνεται σε ετήσια βάση ο συμψηφισμός της παραχθείσας με την ενέργεια που καταναλώθηκε.
 
 

Εντούτοις, όπως επισημαίνει σημαντικό παραμένει το πρόβλημα με τον κορεσμό του δικτύου με πολλές περιοχές να είναι ήδη «στο κόκκινο», όπως για παράδειγμα, εντός Αττικής, ο Κάλαμος και ο Ασπρόπυργος.
 
 

Μικρό παράθυρο για τις επιχειρήσεις που έχουν τα χρήματα για να κάνουν την επένδυση και τον χώρο αλλά δεν μπορούν λόγω του δικτύου αποτελεί η περίπτωση του zero feed in, της δυνατότητας λειτουργίας φωτοβολταϊκών σταθμών από επιχειρήσεις δίχως να είναι αναγκαία η έγχυση ενέργειας στο δίκτυο. Πρόκειται για μία επιλογή που πρόσφερε ο ΔΕΔΔΗΕ από τον περσινό χειμώνα στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Γκίνη, υπάρχει ασάφεια για το σε ποιες περιπτώσεις εγκρίνεται η συγκεκριμένη επιλογή δημιουργώντας μία αγορά δύο ταχυτήτων.
 
 

Σε ό,τι αφορά τις μικρότερες εγκαταστάσεις έως 10 kW η κίνηση, παρά την αναμονή του προγράμματος, παραμένει ισχυρή. Μάλιστα, αρκετές είναι οι επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα καταλύματα σε τουριστικές περιοχές που μπορεί να χρειάζονται ενέργεια 30- 40 kW, ωστόσο προχωρούν στην εγκατάσταση έστω 10kW που συνδέονται άμεσα με το δίκτυο ακόμα και σε κορεσμένες περιοχές αναμένοντας να υπάρξει αποσυμφόρηση και να προχωρήσουν και σε νέες εγκαταστάσεις.